ἀμφισβητήσει

ἀμφισβητήσει
ἀμφισβήτησις
dispute
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀμφισβητήσεϊ , ἀμφισβήτησις
dispute
fem dat sg (epic)
ἀμφισβήτησις
dispute
fem dat sg (attic ionic)
ἀμφισβητέω
go asunder
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀμφισβητέω
go asunder
fut ind mid 2nd sg
ἀμφισβητέω
go asunder
fut ind act 3rd sg
ἀ̱μφισβητήσει , ἀμφισβητέω
go asunder
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱μφισβητήσει , ἀμφισβητέω
go asunder
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Andreas Papandreou — Infobox Prime Minister name =Andreas Georgiou Papandreou el. Ανδρέας Γεωργίου Παπανδρέου caption = order =3rd and 8th Prime Minister of the Third Hellenic Republic term start =October 21, 1981 term end =July 2, 1989 October 13, 1993ndash January… …   Wikipedia

  • ανανέωση — (Νομ.).Σημαίνει σύμβαση με την οποία καταργείται μία ενοχή και στη θέση της εισάγεται μια νέα. Μπορεί να αλλάζει και ένα από τα πρόσωπα των αρχικών συμβαλλομένων, μπορεί και όχι. Για να είναι η α. ισχυρή, πρέπει να έχει κάποιον σκοπό που να… …   Dictionary of Greek

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μαχητός — ή, ό (Α μαχητός, ή, όν) αυτός τον οποίο μπορεί να πολεμήσει κάποιος («ἀργαλέον τε καὶ ἄγριον, οὐδὲ μαχητόν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. εκείνος τον οποίο μπορεί να αμφισβητήσει κανείς («μαχητό τεκμήριο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μάχη τού μέλλ. τού μάχομαι,… …   Dictionary of Greek

  • Αγριππίνα — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. η πρεσβύτερη (14 π.Χ. – 33 μ.Χ.). Κόρη του Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα και της Ιουλίας, κόρης του Οκταβιανού Αυγούστου. Παντρεύτηκε τον δεύτερο εξάδελφό της Γερμανικό, γύρω στο 5 μ.Χ. Τον ακολούθησε σε όλες σχεδόν τις… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • αμπεβίλιος πολιτισμός — (abbevillian). Πολιτισμός της κατώτερης παλαιολιθικής περιόδου, που χαρακτηρίζεται κυρίως από τα αμυγδαλοειδούς σχήματος χονδροειδή λαξευτά εργαλεία. Ονομάστηκε έτσι από τη γαλλική πόλη Αμπεβίλ, γιατί στην ευρύτερη περιοχή της ο μελετητής της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”